ἐξορίζομαι

ἐξορίζομαι
ἐξορίζω
send beyond the frontier
pres ind mp 1st sg
ἐξορίζω
send beyond the frontier
pres ind mp 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εξορίζομαι — εξορίζομαι, εξορίστηκα, εξορισμένος βλ. πίν. 34 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • φεύγω — ΝΜΑ, και φεόγω Α 1. τρέπομαι σε φυγή, απομακρύνομαι γρήγορα κυρίως από φόβο ή επειδή μέ καταδιώκουν (α. «μόλις τόν είδε με το πιστόλι έφυγε» β. «βῆ φεύγων ἐπὶ πόντου», Ομ. Ιλ.) 2. αναχωρώ (α. «έφυγαν για ταξίδι τού μέλιτος» β. «Κῡρος μὲν τέθνηκεν …   Dictionary of Greek

  • αντιφεύγω — ἀντιφεύγω (Α) εξορίζομαι για να τιμωρηθώ επειδή εξόρισα άδικα κάποιον άλλο …   Dictionary of Greek

  • απενιαυτίζω — ἀπενιαυτίζω κ. ἀπενιαυτῶ (Α) 1. εξορίζομαι για ένα έτος 2. επιζώ επί ένα έτος, ζω ακόμη ένα έτος μετά από κάποιο γεγονός. [ΕΤΥΜΟΛ. < απ(ο) * + ενιαυτίζω, ενεργ. του ενιαυτίζομαι σε σύνθεση του ενιαυτίζομαι («διέρχομαι ένα έτος») < ενιαυτός… …   Dictionary of Greek

  • ξενώνω — (Α ξενῶ, όω, ιων. τ. ξεινόω) [ξένος] αποξενώνω («πατρίδος με καὶ πόλεως τῶν φιλτάτων ἐξένωσας», Ηλιόδ.) αρχ. 1. φιλοξενώ 2. (μέσ. παθ.) ξενούμαι, όομαι α) συνάπτω σχέσεις φιλοξενίας με κάποιον («καὶ βασιλεῡσιν ἐξενωμένος καὶ τυράννοις», Λυσ.) β)… …   Dictionary of Greek

  • παρορίζω — Α [ορίζω] 1. προσδιορίζω, καθορίζω 2. εξέρχομαι από τα όριά μου, καταπατώ γειτονικό κτήμα 3. παθ. παρορίζομαι α) εκτοπίζομαι, εξορίζομαι β) (για κτήμα) εκτείνομαι …   Dictionary of Greek

  • περιωθώ — έω, Α 1. σπρώχνω κάποιον ή κάτι εδώ κι εκεί 2. παθ. περιωθοῡμαι α) αποδιώχνομαι από μια θέση, εκτοπίζομαι («ἀσθενὲς ὂν περιωθεῑται ὑπὸ τοῡ βιαιοτέρου», Διον. Αλ.) β) αποβάλλομαι, εξορίζομαι γ) μτφ. χάνω την εύνοια κάποιου, περιφρονούμαι («μὴ τοῑς …   Dictionary of Greek

  • συμφεύγω — Α 1. φεύγω μαζί με άλλους 2. εξορίζομαι μαζί με άλλους 3. καταφεύγω …   Dictionary of Greek

  • συναποξενούμαι — όομαι, Μ [ἀποξενοῡμαι] εξορίζομαι μαζί με άλλον …   Dictionary of Greek

  • συνεκπίπτω — Α [ἐκπίπτω] 1. εκβάλλομαι, απορρίπτομαι συγχρόνως 2. εκτρέπομαι από την ευθεία οδό μαζί με κάποιον 3. εξορίζομαι μαζί με κάποιον 4. διασκορπίζομαι, εξαφανίζομαι («ἀτμὸς συνεκπίπτει ἀπιόντι τῷ θερμῷ», Πλούτ.) 5. εξορμώ μαζί με άλλον εναντίον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”